- πολεμεφόδια
- ταβλ. πολεμοφόδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολεμοφόδια — και πολεμεφόδια, τα, Ν το σύνολο τών εφοδίων που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + εφόδια. Ο τ. πολεμοφόδια προήλθε από τον ορθό τ. πολεμεφόδια με αφομοιωτική τροπή τού ε σε ο . Η λ. πολεμεφόδια μαρτυρείται από το 1824 στην… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek